- μάστιγος
- μάστῑγος , μάστιξwhipfem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Liste griechischer Phrasen/Ypsilon — Ypsilon Inhaltsverzeichnis 1 Ὕβριν χρὴ σβεννύναι μᾶλλον ἢ πυρκαϊήν … Deutsch Wikipedia
бичь — БИЧ|Ь (5*), А с. Бич, плеть: i г҃ь нашь iс҃ъ х(с)ъ. продающа˫а i купующа˫а въ закон(н)ѣи цр҃кви створивъ бичь ѡ(т) вервии. i бь˫а таковы˫а ѡ(т)туду iзъгна. КΡ 1284, 40в; то же KB к. XIV, 22б; и самого г҃а нашего iс҃a x(c)a. видiмъ. бичемь… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
μάστιγα — η (AM μάστιξ, ιγος, Α ιων. τ. μάστις, ιος) 1. λουρί δεμένο σε ραβδί με το οποίο χτυπούν τα υποζύγια για να τρέξουν, μαστίγιο, καμ(ου)τσίκι («τοῡ ἵππου τὴν μάστιγα», Ηρόδ.) 2. μτφ. μεγάλη συμφορά, μεγάλο κακό, καταστροφή, κοινωνική πληγή (α. «Διὸς … Dictionary of Greek